Η Οσία Ματρώνα η Ανυπόδητη, η δια Χριστόν σαλή από τη Ρωσία
Οι γονείς της ήταν χωρικοί και κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Πατέρας της ήταν ο Πιότρ Εφστιγκνίεβιτς Στσερμπίνιν και μητέρα της η Αγάπη, από το χωριό Αντόνοβο της ίδιας επαρχίας. Εκτός από την Ματρώνα είχαν τρείς γιούς: Το Μακάριο, τον Αλέξανδρο και τον Ιβάν. Όλοι τους ήταν αγράμματοι, όπως και η Ματρώνα, και ζούσαν με την γεωργία. Από τους συγγενείς της Ματρώνουσκα μόνο δύο εγγόνια ήταν γνωστά στην Πετρούπολη: Ο Παύλος Ιβάνωφ Πουμυάντσεφ και η αδερφή του Ελισάβετ. Η ίδια η Ματρώνα είχε παντρευτεί τον Γέγκορ Τιχόνοβιτς Μυλνίκωφ, έναν άνθρωπο από την κατώτερη τάξη της Κοστρόμα. Ο γάμος όμως γι’ αυτήν ήταν μια σκληρή δοκιμασία. Σ’ όλο το διάστημα που ήταν παντρεμένη δοκίμασε πολλές θλίψεις. Στην Κοστρόμα η Ματρώνα Πέτροβνα είχε ένα μικρό σπίτι στην οδό Σέργιεφ κι ένα μικρό παντοπωλείο. Στον Τουρκικό πόλεμο του 1877 – 1878 ο άντρας της επιστρατεύτηκε και πέθανε στο στρατό. Η Ματρώνα τον είχε ακολουθήσει ως νοσοκόμα. Για την υπηρεσία της αυτή πληρωνόταν με 25 ρούβλια το μήνα. Με το που έπαιρνε το μισθό της όμως τον μοίραζε στους στρατιώτες εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος η Ματρώνουσκα αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της στην υπηρεσία του Θεού και του πλησίον. Πούλησε όλη την περιουσία που είχε στην Κοστρόμα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Η ίδια από τότε ανέλαβε τη δύσκολη και σκληρή άσκηση της διά Χριστόν Σαλής κι άρχισε να περιπλανιέται από δω κι από κει σε διάφορα προσκυνήματα.
Παντού πήγαινε ξυπόλητη. Δεν ξαναφόρεσε παπούτσια στην ζωή της. Δεν έδινε καμία σημασία αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι, αν έκανε κρύο ή ζέστη. Περπατούσε πάντα ξυπόλητη για σχεδόν τριαντατρία χρόνια. Ρούχα ζεστά δεν είχε. Φορούσε πάντα ελαφρά καλοκαιρινά και άσπρα, σαν ένδειξη της αγγελικής αγνότητάς της.
Το μακάριο τέλος της
Από τις αρχές του 1909 η Ματρώνουσκα είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για το θάνατο. για δύο χρόνια συνέχεια, ως την ευλογημένη της κοίμηση, κοινωνούσε τα άγια μυστήρια κάθε Κυριακή. Δύο φορές αυτήν την περίοδο έκανε ευχέλαιο. Σ’ όλη της τη ζωή είχε κάνει δεκατρείς φορές ευχέλαιο. Το Μάρτιο του 1911 η Ματρώνουσκα άρχισε να νιώθει πολύ αδιάθετη. Πονούσε πολύ και μέρα με τη μέρα έχανε δυνάμεις. στις 28 Μαρτίου ένιωθε τόσο αδύναμη, ώστε αναγκάστηκε να ξαπλώσει. την άλλη μέρα όμως ήταν πάλι καθιστή στο κρεβάτι της. Όσοι την επισκέφτηκαν δεν πίστευαν πως ο θάνατος ήταν τόσο κοντά. Η προορατική γερόντισσα όμως το έβλεπε πως ο θάνατος την πλησίαζε και είπε:
– Θά σάς αποχαιρετήσω με το νερό και τον πάγο.
Τα λόγια της αποδείχθηκαν προφητικά, στις 30 Μαρτίου η Ματρώνουσκα ένιωθε τον εαυτό της ακόμα χειρότερα. και γύρω στη μία η ώρα το μεσημέρι, την ώρα που ο πάγος έλιωνε και γινόταν νερό, αναπαύτηκε ειρηνικά εν Κυρίω.
Η είδηση του θανάτου της διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλη την Αγία Πετρούπολη. Σύντομα στο σπίτι όπου έμενε, στη λεωφόρο Σλίσελμπουργκ, μαζεύτηκε τόσος κόσμος, ώστε οι αρχές αναγκάστηκαν να στείλουν εκεί μια αστυνομική ομάδα για να τηρήσει την τάξη. το πλήθος που μαζεύτηκε για ν’ αποτίσει τον ύστατο φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης και να προσκυνήσει τη νεκρή γερόντισσα προέρχονταν από διάφορες τάξεις. Ήταν εκεί φτωχοί άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί από την γερόντισσα. Μα ήταν και εύποροι, που της έδιναν χρήματα για τις ελεημοσύνες της. Εκείνοι που ήθελαν να περάσουν στο σπίτι και να προσκυνήσουν το λείψανό της ήταν πάρα πολλοί. Έτσι αναγκάστηκαν να κρατήσουν κάποια σειρά και να τους περνούν μέσα ανά δέκα κάθε φορά.
Το σώμα της το έβαλαν σ’ ένα φέρετρο και το τοποθέτησαν στο αγαπημένο της κελλί, που ήταν γεμάτο εικόνες. Ήταν ντυμένη με το μεγάλο σχήμα και στο στήθος φορούσε ένα ξύλινο σταυρό, επειδή σκόπευε να πάει στα Ιεροσόλυμα και να καρεί εκεί μεγαλόσχημη με το όνομα Μαρία. Είχε υποσχεθεί στο Θεό πως αυτό θα το κρατούσε μυστικό απ’ όλους. Σύμφωνα με πολλές εφημερίδες της πρωτεύουσας, ο συνολικός αριθμός εκείνων που παρακολούθησαν την κηδεία ήταν γύρω στους είκοσι ως είκοσι πέντε χιλιάδες κόσμος.
ΑΠΟ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ
Ο Προκόπιος Βασίλιεβιτς Λαμπούτιν ήταν χωρικός από το χωριό Σλόμποντα, της περιοχής Τβερ… Ζούσε στην Αγία Πετρούπολη, στη λεωφόρο Ζαμπαλκάνσκυ… Αυτός μας διηγήθηκε πως τον Οκτώβριο του 1910 ήταν άνεργος. Όλα τ’ αποθέματά του είχαν εξαντληθεί.
Όσο κι αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε να βρει μια δουλειά
ή να κερδίσει λίγα χρήματα για να ζήσει. Σ’ αυτή τη θλιβερή κι απελπιστική κατάσταση επισκέφτηκε τη Ματρώνουσκα, της διηγήθηκε την ελεεινή του θέση και τη δυστυχία του και την παρακάλεσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Η Ματρώνουσκα προσευχήθηκε αμέσως. Μετά σταύρωσε τον Λαμπούτιν με μία Εικόνα, τον ράντισε με Αγιασμό και του είπε: -Λοιπόν, μην απελπίζεσαι τόσο εύκολα. Θα προσευχηθώ πάλι για σένα κι ο Θεός θα δώσει. Αύριο θα ‘χεις δουλειά. Με το που γύρισε στο σπίτι του από τη Ματρώνουσκα, ο Λαμπούτιν έλαβε ευχάριστα νέα από το θείο του πως είχε βρει κάποια δουλειά. Την άλλη μέρα δούλευε κιόλας, όπως ακριβώς το προείπε η Ματρώνουσκα…