Σχέση της επιστολής του Αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου προς την Παλαιά Διαθήκη
Μέρος Πρώτο
Η σχέση μεταξύ της Επιστολής του Ιούδα και της Π.Διαθήκης είναι μεγάλη. Ο Ιούδας αναφέρεται σε οκτώ πρόσωπα και γεγονότα της Π.Διαθήκης και χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις που συναντώνται κυρίως στις περικοπές στις οποίες αναφέρονται τα γεγονότα, αλλά και σε άλλα εδάφια. Στα γεγονότα ή στα πρόσωπα, τα οποία βλέπει ως τύπους, δίνει βαθιά και αυθεντική ερμηνεία που θα μπορούσε να δώσει μόνο ένας θεόπνευστος συγγραφέας.
Η πτώση των πονηρών αγγέλων (14,6) είναι θέμα που δεν λέγεται σαφώς στην Π.Διαθήκη πολλές φορές όμως προϋποτίθεται[1]. Υποβόσκει δε και ως υπαινιγμός στις προφητείες του Ησαΐου περί του βασιλέως της Βαβυλώνας, και του Ιεζεκιήλ περί του βασιλέως της Τύρου[2]. Διότι αν η πτώση των δυο αυτών βασιλέων δεν ληφθεί ως τύπος της πτώσεως του σατανά, δεν εξηγούνται ορισμένες φράσεις των προφητειών. Σαφώς αποκαλύπτεται το γεγονός στην Κ.Διαθήκη[3]. Η σαφέστερη αποκάλυψη βρίσκεται στον Ιούδα. Ως προς το θέμα αυτό λοιπόν η σχέση της Επιστολής προς την Π.Διαθήκη είναι σχέση διαδοχής και συνεχίσεως.
Ο Κάιν (14,11) είναι τύπος των μισαδέλφων και ανθρωποκτόνων. Η οδός του Κάιν είναι η διαγωγή του Κάιν, διάδοχοι αυτού, πορευόμενοι την οδό του, είναι οι εκάστοτε μισάδερφοι, και επί των ημερών του Ιούδα οι αιρετικοί. Ο Κάιν και η ιστορία του αναφέρονται μόνο στο Δ’ κεφάλαιο της Γενέσεως. Στην Κ.Διαθήκη πριν την Επιστολή του Ιούδα αναφέρεται στην προς Εβραίους Επιστολή (11,4) αλλά για διαφορετικό λόγο, μετά την Επιστολή του Ιούδα αναφέρεται στην Α’ Επιστολή του Ιωάννου για τον οποίο γίνεται και ο λόγος στην Επιστολή του Ιούδα (3,12).
Ο Ενώχ είναι ο εκπρόσωπος των αρχαιότερων Προφητών της ανθρωπότητας, ο έβδομος από Αδάμ. Έζησε τον καιρό του πρώτου διχασμού της ανθρωπότητας σε δυο γενεές, την θεοσεβή και την πονηρά. Η Προφητεία του (14, 14-15) ελέγχει μεν την πονηρή γενεά των ημερών του αλλά επειδή εκείνη είναι ο τύπος της εκάστοτε εν ανθρώποις ασεβούς και αμαρτωλής μερίδας, ελέγχει σύμφωνα με τον Ιούδα και τους ασεβείς αιρετικούς των ημερών του. Αυτό το νόημα έχει η φράση του “προεφήτευσε δε και τούτοις . . . Ενώχ” και όχι ότι ο Ενώχ προφήτευσε ειδικώς για τους νικολαΐτες. Η κακή ρίζα κάθε εποχής βρίσκεται υπό τον έλεγχο της προφητείας του Ενώχ. Προκύπτει όμως, από της του Ιούδα προφητείας, αυτής του Ενώχ, το ακανθώδες ζήτημα του πού βρίσκεται αυτή και από πού την έλαβε ο Ιούδας. Βεβαίως οι συγγραφείς των απόκρυφων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων σκοπών τους είχαν και να «συμπληρώνουν τα ελλιπή της Κ.Διαθήκης» και να «τακτοποιήσουν τα εκκρεμή», φρόντισαν νωρίτερα να «τακτοποιήσουν» και αυτήν την εκκρεμότητα και να «κατοχυρώσουν» το κύρος του Ιούδα, συγγράφοντας το προφητικό βιβλίο του Ενώχ συμπεριλαμβάνοντας και την προφητεία του. Δεν υπήρξε χειρότερη διαβολή κατά του κύρους της Επιστολής του Ιούδα από αυτήν την τακτοποίηση. Ανεπηρέαστοι από την σύγχυση την οποία επέφερε στους μεταγενέστερους η ευλαβής απάτη του αποκρυφιστού, μπορούμε κάλλιστα να βρούμε την προφητεία που βρίσκεται στην Γραφή. Γι αυτόν τον λόγο είναι δέον εν πρώτοις να διακρίνουμε την προφητεία σε δυο στοιχεία, το θέμα και την έκφραση του θέματος.
[1] Γε 3,1-7˙ Ιβ 1,6-12˙ Δα 12,1˙ 10,13˙ 10,21˙ Ζα 3,1-3.
[2] Ησ 14, 3-21˙ Ιζ 28,11-19.
[3] Β Πε 2,4.
Συνεχίζεται…