Το οσιακό τέλος τού Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή
Την πρωτοχρονιά του 1958 ο γέρων Ιωσήφ παρουσίασε ένα σπυρί στον αυχένα (που αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν άνθρακας) και το οποίο παρ’ολίγο να τον κάνει να χάσει τη ζωή του.
Αυτό, επειδή ως συνήθως δεν έδωσε σημασία και δεν θέλησε να πάει σε γιατρό να τον εξετάσει. Τελικά πάλι με γιατροσόφια βοηθήθηκε, αλλά αναγκάστηκε να περάσει αρκετούς μήνες στο κρεββάτι μέχρι κάπως να συνέλθει. Από τις αρχές τού επόμενου χρόνου έγιναν εμφανή και τα σημάδια τής καρδιακής ανεπάρκειας που τον οδήγησε στο θάνατο, τον οποίο βέβαια καθόλου δεν φοβόταν, αλλά μάλλον τον περίμενε με χαρά.
Το οσιακό τέλος τού Γέροντος.
Το τελευταίο διάστημα τού επίγειου βίου του η σωματική του υγεία είχε επιβαρυνθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά παρ’όλα αυτά έκανε υπομονή. Ειδικά τις τελευταίες σαρανταπέντε ημέρες δεν έτρωγε παρά μόνον λίγο καρπούζι και μετελάμβανε καθημερινά.
Στις 15 Αυγούστου τού 1959, ημέρα τής εορτής τής Κοίμησης τής Θεοτόκου, αφού έψαλλε το Τρισάγιο με πολύ κόπο, μετέλαβε για τελευταία φορά. Στη συνέχεια (σύμφωνα με τη διήγηση τού γέροντα Ιωσήφ τού Βατοπαιδινού) κάθησε σε μια καρέκλα έχοντας φοβερή δύσπνοια (λόγω τής καρδιακής ανεπάρκειας από την οποία έπασχε) και ζήτησε από όλους να φύγουν και να πάνε στα κελλιά τους. Κοντά του έμεινε ο πιστός φίλος του και συνασκητής από την αρχή που ήταν στο Αγιο Όρος, ο πατήρ Αρσένιος. Όταν έμειναν μόνοι ζήτησε ο πατήρ Αρσένιος να τού τρίψει λίγο τα πόδια, αλλά αυτός δεν θέλησε.
«Μην κάνεις τον κόπο, πάτερ Αρσένιε, τελείωσαν όλα φεύγω».
Έπιασε το χέρι του για τελευταία φορά σαν να τον χαιρετούσε, κοίταξε προς τη στέγη και παρέδωσε το πνεύμα του.
Σύμφωνα με τον γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη «ο γέροντας Ιωσήφ είχε από καιρό πάρει την πληροφορία από το Θεό ότι θα φύγει ανήμερα τής Παναγίας το 15αύγουστο. Έτσι με λαχτάρα περίμενε την ημέρα αυτή. Όταν όμως έφτασε ο Δεκαπενταύγουστος και είδε ότι ο ήλιος ανέβαινε ψηλά και ο Θεός δεν τον είχε πάρει ακόμη, τού μπήκε μια αμφιβολία στο μυαλό, ότι δεν θα φύγει την ημέρα αυτή.
Κατά τον γέροντα Εφραίμ αυτό ήταν διαβολική επήρρεια, ώστε να τον κάνει να αμφιβάλλει έστω και την τελευταία στιγμή, και, από την άλλη μεριά ο Θεός το επέτρεψε για να μην θαρρήσει και πιστέψει στον εαυτό του. Ο γέροντας Εφραίμ για να τον παρηγορήσει, τού είπε ότι θα κάνουν όλοι οι υποτακτικοί του κομποσκοίνι ώστε να τον πάρει ο Θεός. Μετά από λίγο ο γέρων Ιωσήφ ζήτησε να έρθουν όλα τα μέλη τής συνοδείας και να πάρουν την ευλογία του. Στη συνέχεια τούς είπε να πάνε όλοι στα κελλιά τους και έφυγαν. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο γερο-Αθανάσιος που ήθελε να πάρει την ευχή του και να φύγει για δουλειές, αλλά ο ο γέρο-Ιωσήφ δεν τον άφηνε επειδή ήξερε πια ότι θα πέθαινε και ο γερο-Αθανάσιος θα λυπόταν πολύ αν ήταν απών. Με τις φωνές τής συζήτησης ξαναήρθε και ο αχώριστος συνασκητής του ο πατήρ Αρσένιος και μάλλωσε τον πατέρα Αθανάσιο που δεν τον άφηνε σε ησυχία.
Τότε ο γέροντας Ιωσήφ ζήτησε από τον πατέρα Αρσένιο να τού τρίψει το πόδι (πρώτη φορά στα τόσα χρόνια) ίσως για να μην τον βλέπει την ώρα που έφευγε. Και λέγοντας «όλα τελείωσαν, φεύγω, ευλογείτε» έπιασε το χέρι του πατρός Αρσενίου σαν να ήθελε να τον αποχαιρετήσει, και έγειρε το κεφάλι του στο πλάϊ».
Πηγή: www.iellada.gr