Όταν δίνεις, πλουτίζεις
Στα χρόνια της κατοχής 1941-42, πέρασαν τρεις-τέσσερις πεινασμένοι συνάνθρωποί μας, σχεδόν γυμνοί, από την γειτονιά μας, ζητώντας βοήθεια.
Οι περισσότεροι εκείνη την εποχή δεν είχαν ούτε το ψωμί της ημέρας κι έτσι οι άνθρωποι πέθαιναν της πείνας, ακόμα και στους δρόμους.
Μικροί μεγάλοι, όταν πεινούσαν, ανακάτευαν τα σκουπίδια και ο,τι έβρισκαν τα έτρωγαν.
Ένας γείτονας φιλότιμος και ελεήμων, όταν τους είδε σ’ αυτήν την κατάσταση, τους λυπήθηκε και πήρε ο,τι είχε μέσα το κρεμαστό «φανάρι» με τη σίτα και τους τα έδωσε.
Άκουσε όμως από τη γυναίκα του γκρίνιες, φωνές… μάλλον δικαιολογημένες.
Και τι θα φάμε εμείς; Το βράδυ τα παιδιά θα μείνουν νηστικά, το άδειασες όλο…
Γυναίκα, λέει, εμείς δεν έχουμε, αλλά έχει ο Θεός.
Ο Θεός έχει, αλλά εμείς δεν έχουμε, απάντησε εκείνη.
Οι πεινασμένοι έφυγαν ευχαριστημένοι. Και το ανδρόγυνο κάθισε μαζί με τους γείτονες και κουβεντιάζανε αν πρέπει να δίνουνε σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή ελεημοσύνη η όχι.
Αφού κουβέντιασαν, αρκετά με τους γείτονες νύχτωσε και μπήκαν μέσα στο σπίτι τους, γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία από τους Βουλγάρους.
Και τώρα τι θα φάμε εμείς; τι θα φάνε τα πέντε παιδιά μας;
Ε, κάτι θα έχει βάλει ο Θεός στο «φανάρι», είπε ο σύζυγος.
Ανάψανε την λαμπίτσα και μόλις έφεξε λίγο, είδαν το «φανάρι» γεμάτο τρόφιμα! Και απ’ αυτά που δεν υπήρχαν, όπως τυρί! Αυτό συνέβη στον πολύ ελεήμονα γείτονά μας.
Πρωτ. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου «Γνώσις και Βίωμα της Ορθοδόξου πίστεως»
Πηγή: inpantanassis – www.dogma.gr