Η Εθνική μας Μουσική

Α΄.  Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗ

      Η  ψαλτική τέχνη και το δημοτικό τραγούδι αποτελούν τους δύο κλάδους της εθνικής μας  παραδοσιακής   μουσικής . Οι  δυο  αυτοί  κλάδοι  είναι  ομοιογενείς, αλλά  έχουν  και  κάποιες  ευδιάκριτες  διαφορές. Ενώ   η  ψαλτική τέχνη   έχει  ως  σκοπό  την κατάνυξη ,τη  μυσταγωγία   και την   πνευματική ανύψωση του προσευχομένου  πιστού , το δημοτικό τραγούδι υπηρετεί την ψυχαγωγία, ενεργεί σαν καταλύτης του πόνου και της χαράς, δημιουργώντας ευχάριστη ψυχική διάθεση, όχι μόνο στον εκτελεστή, αλλά  και στον ακροατή.

Β΄. ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 1. Ορισμός – Έννοια

    H δημοτική μουσική, συνέχεια της βυζαντινής λαϊκής-κοσμικής (εξωτερικής <Ο όρος “Εξωτερική Μουσική” επινοήθηκε και καθιερώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για τον προσδιορισμό της κοσμικής Μουσικής των Βυζαντινών, σε αντιδιαστολή προς την Εκκλησιαστική  Μουσική>) μουσικής, έχει αρχαία ελληνικά  χαρακτηριστικά.

Οι λέξεις δημοτικό (από το δήμος = λαός) και τραγούδι (από το τραγωδία) δείχνουν ότι έχει πανάρχαιες ρίζες.

Αποδεικτικό στοιχείο της σχέσης με την αρχαιότητα είναι και  ο δεκαπεντασύλλαβος ιαμβικός στίχος.

Στο “Διεθνές Συνέδριο για τη Μουσική του Λαού” που έγινε το 1955 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας δόθηκε ο εξής ορισμός: “Δημοτική μουσική είναι το προϊόν μιας μουσικής παράδοσης που εξελίχθηκε μέσα από προφορικές διαδικασίες”.

Οι παράγοντες που συνιστούν αυτή την παράδοση είναι:

α) η αδιάκοπη συνέχεια που ενώνει το παρόν με το παρελθόν.

β) Οι παραλλαγές που ξεπηδούν από τη δημιουργική φαντασία του ατόμου ή της ομάδας.

γ) Η επιλογή από την ομάδα, που καθορίζει τον τύπο ή τους τύπους της μουσικής που επιβιώνει.

Έτσι  με τον  όρο  «Δημοτικό τραγούδι»  σήμερα , εννοούμε  όλα  εκείνα  τα δημώδη άσματα  που  γαλούχησαν το  Γένος μας,  και  που διακρίνονται  σε διάφορες κατηγορίες, με  κοινά, αλλά και διαφορετικά στοιχεία, που  συγκινούν, τρέφουν και  τέρπουν  την  ψυχή  μας  και πολλές  φορές  αφυπνίζουν την εθνική  μας  συνείδηση  και επιπλέον  αντικατοπτρίζουν  όλες τις  πτυχές  και τις  εκφάνσεις  του  εθνικού  μας  βίου.  Είναι   το λαϊκό τραγούδι της υπαί-θρου, του χωριού  και των μικρών επαρχιακών πόλεων. Σε διάκριση από το «αστικό» λαϊκό, το τραγούδι δηλαδή των αστικών περιοχών (μεγάλες πόλεις – αστικά κέντρα). Και  ενώ  το  αστικό  λαϊκό είναι τραγούδι κλειστού χώρου και

έχει πανελλήνια ομοιομορφία, το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια) και παρουσιάζει τοπική ποικιλομορφία και παραλλαγές.

 

  1. Προέλευση – Ιστορικά στοιχεία

     Οι  ρίζες  του δημοτικού  τραγουδιού  χάνονται  στα βάθη  των προϊστορικών  χρόνων  και  φτάνουν  μέχρι  τα  χρόνια του  Ομήρου. Από την αρχαία τραγωδία  πρόεκυψε  ο «τραγικός  παντόμιμος» τον  4αι. μ.Χ., ορχηστρική τραγωδία  που συνοδευόταν  από ένα  άσμα   επικολυρικού χαρακτήρα.  Μαρτυρίες  για  την  ύπαρξη  δημωδών  ασμάτων  έχουμε ήδη  από τους  πρώτους  χριστιανικούς αιώνες, όπως  προκύπτει  και μεταξύ  άλλων,  και  από  το  χωρίο της  ομιλίας  στον  ΜΑ΄  ψαλμό  του  Ιωάννου  του Χρυσοστόμου. Το 10 αιώνα μ.Χ.  αρχίζουν  να  εμφανίζονται  τα  πρώτα «ακριτικά τραγούδια».

Η διάδοση του δημοτικού τραγουδιού έγινε παράλληλα με την εκκλησιαστική μουσική. Οι καλύτεροι ψάλτες διακρίνονταν και σαν τραγουδιστές και αντίστροφα και οι περισσότεροι δεν γνώριζαν παρασημαντική.

Τα  δημοτικά τραγούδια  διαδόθηκαν από   γενιά  σε  γενιά  με την  προφο-ρική παράδοση. Συλλογές  δημοτικών  τραγουδιών  κατά την  βυζαντινή  και  την μεταβυζαντινή περίοδο  δεν έχουμε. Το  αρχαιότερο  δημοτικό τραγούδι τονισμένο στη βυζαντινή σημειογραφία χρονολογείται το 1562. Έτσι οι  πρώτες  καταγραφές κάνουν  την  εμφάνιση  τους  από  τις  αρχές  του  17ου  αι.  Η  σπουδαιότερη  συλλογή  της  εποχής  αυτής   είναι η  συλλογή «Τα Ελληνικά  δημοτικά  τραγούδια»  του Γάλλου Κλαύδιου   Καρόλου  Φωριέλ (1772-1884) που  εκδόθηκε  στο  Παρίσι το 1924.

Τραγούδια σε  βυζαντινή  σημειογραφία   εξέδωσαν ο  Κων/νος  Ψάχος, ο  Τριαντάφυλλος  Γεωργιάδης , ο   Σπυρίδων  Περιστέρης,  ο  Κων/νος  Μάρκος   και  άλλοι.

  1. Ομοιότητες  με τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική

     α) Όπως αναφέραμε  παραπάνω  τόσο  η εκκλησιαστική  μουσική  όσο και  το  δημοτικό  τραγούδι  έχουν  κοινή  πηγή προέλευσης, η  οποία  είναι  η αρχαία  ελληνική  μουσική.

     β) Όπως η εκκλησιαστική, έτσι και η δημοτική  μουσική είναι μονοφωνική και τροπική  και  δεν  ακολουθεί τη  δυτική  τονική  αρμονία. Ακολουθεί  τους ήχους(τρόπους) της Βυζαντινής εκκλησιαστικής  μουσικής , (την  οκταηχία  και τους  παραγόμενους  απ’ αυτήν  ήχους) , οι  οποίοι έχουν τις ρίζες τους στο αρχαιοελληνικό μουσικό σύστημα διαστημάτων, τετραχόρδων, πενταχόρδων, τρόπων κλπ. Οι συνηθέστεροι ήχοι των  δημοτικών  μας  τραγουδιών είναι ο Α΄ ήχος  ,ο πλάγιος του Β΄  και   ο  πλάγιος  του  Δ΄.

γ) Έχουν  παρόμοια  είδη μελωδίας, δηλαδή  σύντομα, αργοσύντομα  και  αργά. Είναι  τα  είδη  που γνωρίσαμε  στο εκκλησιαστικό  μέλος, δηλαδή  το ειρμολογικό, το στιχηραρικό  και  το  παπαδικό.

δ) Η μουσική είναι κυρίως φωνητική. Ο  λόγος  και  στα δυο  μουσικά  είδη  έχει  πρωτεύοντα χαρακτήρα. Η  μελωδία υποτάσσεται στον  λόγο, τον  οποίο  και  υπηρετεί.  Τα όργανα απλά συνοδεύουν, υπάρχουν όμως και οργανικά κομμάτια, κυρίως  χορευτικά.. Ένας νεολιθικός οστέινος αυλός, που βρέθηκε πρόσφατα στο λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς, αποτελεί το αρχαιότερο μουσικό τεκμήριο στον ελλαδικό χώρο (περίπου στο 3.500 π.Χ.). Οι θέσεις των οπών δείχνουν πεντατονική κλίμακα, χωρισμός της οκτάβας  σε πέντε νότες (5χορδο σύστημα) κι όχι σε εφτά. Σε πεντατονικές  κλίμακες  είναι και τα πολυφωνικά  τραγούδια  της  Ηπείρου, που  είναι  τα  μόνα  που παρουσιάζουν μια  ιδιότυπη  πολυφωνία  η  οποία δεν  έχει  καμιά  σχέση  με τη δυτική  μουσική.

ε)  Η  χρήση των συλλαβικών  ενηχημάτων:  να, νε, νι, νο, νου, χι, χα, χε, χι χο, κ.λπ.  στα τραγούδια  ενισχύει το ηχητικό  άκουσμα και  εξυπηρετεί  στη συμπλήρωση των  ρυθμικών  ποδών , κάτι  που συναντάμε κυρίως  στα  αργά παπαδικά  μέλη της εκκλησιαστικής  μουσικής.

στ΄) Πριν  από  τη μουσική  εκτέλεση του ύμνου ή  του τραγουδιού, προη-γείται το  απήχημα  ή  η  μουσική εισαγωγή. Είναι  ένα  είδος προοιμίου, μια  μελωδική  προετοιμασία  για το  τι  θα  ακουστεί  στη συνέχεια.

ζ)  Το   ισοκράτημα  το συναντούμε στα  πολυφωνικά  τραγούδια  της  Ηπεί-ρου  και  σε  αρκετές  οργανικές  μελωδίες, όπου εκεί  το  ισοκράτημα γίνεται συνήθως  από  το  λαούτο  και   σύμφωνα   με  τις  μεταπτώσεις της  μελωδίας,  αλλάζει  και  η  βάση.

η΄) Τέλος  για  τη  γραφή  της  μελωδίας  χρησιμοποιείται, και στα δυο   μουσικά  είδη, το  ίδιο  μουσικό σύστημα   γραφής, η  λεγόμενη παρασημαντι-κή  ή  βυζαντινή σημειογραφία. Αν  και  στις μέρες μας  έχουν  μεταγραφεί στην ευρωπαϊκή σημειογραφία περισσότερο δημοτικά τραγούδια  παρά  εκκλη-σιαστικοί ύμνοι. Ωστόσο  όμως  κοινή παραδοχή των  ειδικών  είναι  ότι και  τα δυο μουσικά  είδη    αποδίδονται   και  ερμηνεύονται  καλύτερα  και  πιστότερα με  τη  βυζαντινή  σημειογραφία.

 

  1. Διαφορές  με τη Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική

       Οι  διαφορές  που υπάρχουν  ανάμεσα στα  δυο  μουσικά  είδη είναι  λιγότερες  από  τις  ομοιότητες. Οι διαφορές αυτές  αφορούν  το  λόγο, το  μέλος, το  ρυθμό, αλλά  κυρίως  το  ήθος  και το  ύφος.

α). Ο  ποιητικός  λόγος  των  δημοτικών τραγουδιών διαφέρει  ριζικά  από εκείνον  της  εκκλησιαστικής  υμνογραφίας. Στηρίζεται  στην  ισοσυλλαβία  και ομοιοκαταληξία. Διακρίνεται  για την απλότητα  και τη  λιτότητα του, για το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, ανάλογα  από την  περιοχή  την  οποία  προέρχεται  π.χ  Ρούμελη, Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη, κ.λπ.

β)   Τα δημοτικά τραγούδια  διαφέρουν  ως προς το  άκουσμα  και την  τεχνική  πλοκή  της  μελωδίας   λόγω  της χρήσης  μουσικών  οργάνων , κάτι  που  δεν  συναντάται  στη  βυζαντινή  εκκλησιαστική  μουσική.

γ) Τα  δημοτικά τραγούδια χαρακτηρίζονται  για τη ρυθμική  τους  αυστη-ρότητα. Η μελωδία ακολουθεί  τον  ίδιο ρυθμό ( η  οποία στηρίζεται στην προσωδιακή ρυθμοποιία) από  την  αρχή  ως  το τέλος, φαινόμενο  που σπάνια  συναντά  κανείς  σε μέλη της εκκλησιαστικής μουσικής όπου εκεί  ισχύει  όπως  αναφέραμε  και  στη  σελ. 79  ο  τονικός  ρυθμός.

δ)  Τέλος,   το  ήθος και   το  ύφος  των δημοτικών τραγουδιών  ως  επί  το πλείστον  είναι  ενθουσιαστικό , πανηγυρικό  και χαρμόσυνο ,ενώ  του   εκκλη-σιαστικού  μέλους είναι  κατανυκτικό,  λιτό  και  σεμνοπρεπές .Ψάλλουμε, όχι για να νιώσουμε καλλιτεχνική συγκίνηση, αλλά για να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες   προϋποθέσεις  για  προσευχή. Εν κατακλείδι η μεγαλύτερη δια-φορά  των δυο  μουσικών  ειδών  της  Εθνικής μας  μουσικής   είναι  ο σκοπός  τον  οποίο  υπηρετούν. Το  δημοτικό  τραγούδι έχει καθαρά  κοσμικό χαρακτήρα και  αναφέρεται στις κοινωνικές εκδηλώσεις του ανθρώπου: γάμους, πανηγύρια , γλέντια , θανάτους  ιστορίες  καθημερινές  κ.ά. Η Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική αντίθετα έχει, όπως αναφέραμε , καθαρά λατρευτικό  και  πνευματικό χαρακτήρα.

5. Κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών

Από τους μελετητές προτείνονται πολλές διαιρέσεις (και υποδιαιρέσεις) των δημοτικών τραγουδιών, ανάλογα με το περιεχόμενο τους- αυτή που ακολουθεί είναι του Ν. Πολίτη, με μικρές παρεκκλίσεις:

  1. Ακριτικά είναι τα πολύ παλιά εκείνα τραγούδια που αναφέρονται στα κατορθώματα και στις περιπέτειες, στη ζωή και στους έρωτες των ακριτών, των φρουρών δηλαδή των βυζαντινών συνόρων (των «άκρων»). Πολλά από τα τραγούδια αυτά έχουν σχέση με το Διγενή Ακρίτα.
  2. Παραλογές. Έτσι ονομάστηκαν τα αφηγηματικά τραγούδια με ολο-κληρωμένη υπόθεση και με περιεχόμενο πλαστό (φανταστικό). Τα θέματα τους (θρύλοι με δράκοντες και στοιχειά, ανόσιοι έρωτες, εξαφανίσεις και αναγνωρίσεις, νεκραναστάσεις κ.ά.) αντλούνται κυρίως από θρύλους, από  παραδόσεις και από τον κοινωνικό βίο.
  1. Ιστορικά. Αναφέρονται σε θλιβερά κυρίως ιστορικά γεγονότα: σε πολέμους, αλώσεις πόλεων, επιδρομές ληστών, αιχμαλωσίες, σφαγές, θεομηνίες κ.ά.
  2. Κλέφτικα. Τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μιλούν για τη ζωή και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς, πότε γενικά και πότε με αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
  3. Ερωτικά (ή της αγάπης). Είναι από τα πιο λυρικά τραγούδια, που τραγουδούν την ομορφιά και τους καημούς της αγάπης με ευγένεια και τρυφερότητα.
  4. Του γάμου (ή νυφιάτικα). Τα τραγούδια αυτά συνοδεύουν όλες τις εκδηλώσεις των ημερών του γάμου, με παινέματα για τα κάλλη και τις χάρες της νύφης και του γαμπρού, ενώ άλλα από αυτά, τα πιο συγκινητικά, αναφέρονται στον πόνο της νύφης, που αποχωρίζεται την οικογένεια και το πατρικό της.
  5. Θρησκευτικά (κάλαντα, βαΐτικα κ.ά.). Τραγουδιούνται κυρίως από παιδιά την παραμονή μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης, και ειδικότερα της (Ορθοδοξίας (όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνια, η Κυριακή των Βαΐων κ.ά.).
  6. Νανουρίσματα και ταχταρίσματα. Είναι τα τραγούδια που τραγουδούν οι μανάδες είτε απαλά, για να αποκοιμίσουν τα βρέφη τους, είτε ζωηρά, «χορεύοντας» τα στα γόνατά τους.
  7. Της ξενιτιάς. Εκφράζουν τους καημούς της ξενιτιάς και τη νοσταλγία του ξενιτεμένου, καθώς και τον πόνο των δικών του, που τον περιμένουν.
  8. Μοιρολόγια. Με τα μοιρολόγια οι γυναίκες θρηνούν το νεκρό, εκφράζουν το σπαραγμό των ζωντανών για το χαμό του αγαπημένου τους προσώπου και εκθειάζουν τις χάρες που είχε. Παραπλήσια είναι και τα τραγούδια Του Κάτω Κόσμου και του Χάρου.
  9. Γνωμικά. Έτσι λέγονται τα τραγούδια που εκφράζουν απόψεις για την αξία της πρόσκαιρης ζωής, για την καλή γυναίκα ή τον έμπιστο φίλο, για το θάνατο κ.ά.
  10. Εργατικά. Αυτά τα τραγούδια, κατά κανόνα ρυθμικά, συνοδεύουν τις κινήσεις των ανθρώπων του μόχθου κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους, συντονίζοντας την προσπάθεια τους ή ανακουφίζοντας τους.
  11. Σατιρικά (ή περιγελαστικά). Πολλά από αυτά τα τραγούδια τραγουδιούνται τις Αποκριές και έχουν διάφορα θέματα: σατιρίζουν τον άντρα που παντρεύτηκε άσχημη και ακαμάτρα γυναίκα, τη γριά που θέλει άντρα, το γέρο που πήρε νέα και όμορφη γυναίκα κτλ.

Τα εν λόγω τραγούδια διατηρούνται ακόμη στα χείλη του Ελληνικού λαού και φυλάσσονται με ιδιαίτερη αγάπη στο νου και την καρδιά του. Μ’ αυτά συνοδεύει τις εορτάσιμες στιγμές του βίου του, τις Εθνικές του εορτές, αλλά και τις πένθιμες ώρες του. Ακόμη και κατά τα θρησκευτικά πανηγύρια των Ορθοδόξων Ελλήνων αποτελούν την προέκταση της θείας λατρείας, διότι όλο το Εκκλησίασμα, «εν ενί στόματι και ταπεινή  καρδία», παλαιότερα τουλάχιστον, χόρευε, συνήθως χωρίς όργανα, πέριξ του Ιερού Ναού, με επικεφαλής τον ιερέα, άδοντας Ακριτικά και Ιστορικά άσματα με βαθειά ριζωμένη την αντίληψη, ότι έτσι τιμούν τον εορταζόμενο  άγιο  ή  το εορταζόμενο γεγονός.

Αυτή είναι, η μουσική  παράδοση των Ορθοδόξων Ελλήνωνύμνος  και  τραγούδι,   είναι  ο  Ελληνορθόδοξος    βίος   συνυφασμένος  με  τα  ήθη  και τα

έθιμά του. Οι δύο αυτοί κλάδοι της  Εθνικής  παραδοσιακής   μουσικής  συμπο-ρεύονται μέσα στην ιστορία αιώνες  τώρα, έχοντας ως αφετηρία την αρχαιότητα και, κατά κοινή ομολογία, Ελλήνων και ξένων ερευνητών είναι υψηλής   Εθνικής   αξίας.

 

ΑΠΟ  ΤΟ  ΒΙΒΛΙΟ  «Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ  ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΖ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ

 

Κοινοποιήστε: